ὀκτάκνημος

ὀκτάκνημος
ὀκτά-κνημος, ον, (κνήμη II)
A eight-spoked,

κύκλα Il.5.723

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • οκτάκνημος — ὀκτάκνημος, ον (Α) (για τροχό) αυτός που έχει οκτώ ακτίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + κνημος (< κνήμη), πρβλ. τετρά κνημος] …   Dictionary of Greek

  • ὀκτάκνημον — ὀκτάκνημος eight spoked masc/fem acc sg ὀκτάκνημος eight spoked neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀκτάκνημα — ὀκτάκνημος eight spoked neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀκτάκνημοι — ὀκτάκνημος eight spoked masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οκτώ — και οχτώ, οι, τα (ΑΜ ὀκτώ, Α και βοιωτ. τ. ὀκτό και ηρακλεωτικός τ. hοκτώ και ηλειακός τ. ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ) άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο εκφράζει την έννοια τής ποσότητας η οποία είναι κατά μία λιγότερη τών εννέα και κατά μία περισσότερη τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”